- λαθρόφαγος
- λαθρόφᾰγ-ος, ον,A eating secretly, Hsch.s.v.ζοπαδασπίδας, ζοφοδερκίας.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαθροφάγος — ο (AM λαθροφάγος, ον) αυτός που τρώγει κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)* + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω), πρβλ. κρεο φάγος, χορτο φάγος] … Dictionary of Greek
-φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… … Dictionary of Greek
λαθρ(ο)- — (AM λαθρ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που ανάγεται είτε στο επίρρ. λάθρα (πρβλ. λαθροβόλος, λαθρόνυμφος) είτε στο επίθ. λαθραῑος (πρβλ. λαθροθεατής) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται… … Dictionary of Greek
λαθροφαγία — η (AM λαθροφαγία) [λαθροφάγος] το να τρώγει κάποιος κρυφά … Dictionary of Greek
λαθροφαγώ — λαθροφαγῶ, έω (Α) [λαθροφάγος] τρώγω κρυφά … Dictionary of Greek